φορτσάρω

φορτσάρω
(λ. ιταλ.), φόρτσαρα και φορτσάρισα, φορτσαρισμένος
1. μτβ., εντείνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό, αυξάνω την έντασή του: Φορτσάρω τη δουλειά.
2. (ναυτ.), επαυξάνω τα καραβόπανα.
3. αμτβ. (ιδίως για ανέμους), εντείνομαι, γίνομαι σφοδρότερος, φουντώνω, δυναμώνω: Φορτσάρισε η τραμουντάνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φορτσάρω — φορτσάρω, φορτσάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φορτσάρω — Ν 1. εντείνω την προσπάθεια, βάζω όλη μου τη δύναμη 2. (για άνεμο) δυναμώνω, ενισχύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. forzare < forza (βλ. λ. φόρτσα)] …   Dictionary of Greek

  • πανί — και παννί, το 1. λεπτό ύφασμα από λινάρι ή βαμβάκι 2. μικρό τεμάχιο οποιουδήποτε υφάσματος 3. ιστίο πλοίου 4. στον πληθ. τα πανιά α) ειδικά τεμάχια από μαλακό ύφασμα με τα οποία συνήθιζαν να περιτυλίγουν τα μωρά, αλλ. πάνες ή σπάργανα β) το… …   Dictionary of Greek

  • φορτσάρισμα — το, Ν [φορτσάρω] 1. ένταση προσπάθειας 2. (για άνεμο) ενίσχυση, δυνάμωμα 3. (γεωπ.) τεχνική στην οποία υποβάλλονται ορισμένα φυτά για να εξαναγκαστούν να αναπτυχθούν, να ανθήσουν ή να καρποφορήσουν πρώιμα ή όψιμα, με ανάλογη ρύθμιση τών συνθηκών… …   Dictionary of Greek

  • εντείνω — ενέτεινα και έντεινα, εντάθηκα, εν(τε)ταμένος, μτβ. 1. τεντώνω κάτι καλά ή περισσότερο, το τεζάρω, το καργάρω: Εντάθηκε το ελατήριο. 2. αυξάνω το βαθμό ενέργειας ή δύναμης, δυναμώνω, φορτσάρω: Εντείνω την προσοχή μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”