- φορτσάρω
- (λ. ιταλ.), φόρτσαρα και φορτσάρισα, φορτσαρισμένος1. μτβ., εντείνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό, αυξάνω την έντασή του: Φορτσάρω τη δουλειά.2. (ναυτ.), επαυξάνω τα καραβόπανα.3. αμτβ. (ιδίως για ανέμους), εντείνομαι, γίνομαι σφοδρότερος, φουντώνω, δυναμώνω: Φορτσάρισε η τραμουντάνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.